- ευθραυστότητα
- η [εύθραυστος]η ιδιότητα τού εύθραυστου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
ονυχορρηξία — η ιατρ. η υπερβολική ευθραυστότητα τών νυχιών, η οποία κυρίως οφείλεται σε τροφικές διαταραχές. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. onychorrexis (< όνυχας [Ι] + ρήξη)] … Dictionary of Greek
οστεοψαθύρωση — η ιατρ. η ατελής οστεογένεση, κληρονομική νόσος τής νηπιακής ηλικίας που χαρακτηρίζεται από ευθραυστότητα τών οστών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteopsathyrosis < ὀστέον / ὀστοῦν + ψαθυρός «αυτός που τρίβεται εύκολα, εύθρυπτος». Η λ … Dictionary of Greek
χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… … Dictionary of Greek